Γάγγην

Γάγγην
Γάγγης
masc acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μελανδίνης — μελανδίνης, ὁ (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει μαύρες, σκοτεινές δίνες («μελανδίνην ἀνὰ Γάγγην», Διον. Περ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δίνη (πρβλ. βαθυ δίνης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”